ανοισω

ανοισω
    ἀνοίσω
    fut. к ἀναφέρω См. αναφερω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανοισω" в других словарях:

  • ἀνοίσω — ἀναφέρω bring fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοιστέος — ἀνοιστέος, α, ον (ρημ. επίθ.) (Α) 1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί 2. (το ουδ.) ανοιστέον α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω] …   Dictionary of Greek

  • ανοιστός — ἀνοιστός, ή, ον (ρημ. επίθ.) (Α) αυτός που έχει αναφερθεί κάπου ή σε κάποιον, αυτός που έχει ανακοινωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»